σορολόπ

σορολόπ
και σορολόπι, το, Ν
φρ. «τό 'ρίξε στο σορολόπ» — δεν νοιάζεται για τίποτε, αδιαφορεί τελείως, κάνει τον τρελό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sorolop].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σορολόπ(ι) — το (λ. τουρκ.), «Το ριξε στο σορολόπ», κάνει τον τρελό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”